Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αφορία

См. также в других словарях:

  • ἀφορία — ἀφορίᾱ , ἀφορία not bearing fem nom/voc/acc dual ἀφορίᾱ , ἀφορία not bearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφορίᾳ — ἀφορίαι , ἀφορία not bearing fem nom/voc pl ἀφορίᾱͅ , ἀφορία not bearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφορία — η (AM ἀφορία) [άφορος] 1. έλλειψη παραγωγής, έλλειψη ευφορίας, ακαρπία 2. μτφ. έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα 3. ανεπάρκεια, έλλειψη …   Dictionary of Greek

  • αφορία — η έλλειψη παραγωγής, ακαρπία (αντίθ. ευφορία): Στα στάρια φέτος είχαμε μεγάλη αφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφορίας — ἀφορίᾱς , ἀφορία not bearing fem acc pl ἀφορίᾱς , ἀφορία not bearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφορίαι — ἀφορία not bearing fem nom/voc pl ἀφορίᾱͅ , ἀφορία not bearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφορίαν — ἀφορίᾱν , ἀφορία not bearing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριῶν — ἀφορία not bearing fem gen pl ἀφορίζω mark off by boundaries fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀφορίζω mark off by boundaries fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφορίαις — ἀφορία not bearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безплодьѥ — БЕЗПЛОДЬ|Ѥ (3*), ˫А с. Бесплодие, неплодородие: Отъкуду бесплодь˫а и вѣтротлѣнь˫а и градове (ἀφορίαι) ГБ XIV, 110б; Люто бесплодьѥ землѩ. и плодомъ погибель. (ἀφορία) Там же, 111а; ||=перен. Бесполезность: но страшить мѩ е(г)уае. в нем же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»